αλτάνα

αλτάνα
και αλιτάνα και αρτάνα, η
1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά
2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη
3. γλάστρα με λουλούδια
4. στον πληθ. οι αλτάνες
είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. altana «εξώστης».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτανεύω, αλτανιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλτάνα — η (λ. ιταλ.), το κοντά σε τοίχο ανθοφυτεμένο χώρισμα αυλής ή κήπου: Στην αυλή μας είχαμε μιαν αλτάνα με αρκετά λουλούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλτανεύω — [αλτάνα] φυτεύω λουλούδια σε αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • αλτανιάζω — [αλτάνα] αλτανεύω* …   Dictionary of Greek

  • αλιτάνα — η η αλτάνα* …   Dictionary of Greek

  • ανθοστοιχία — η σειρά, μπορντούρα ανθοφόρων φυτών ή θάμνων που περιβάλλει τις πρασιές των κήπων, παρτέρι, αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • Ασημακόπουλος, Κώστας — (Μυτιλήνη 1936 –). Σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, σταδιοδρόμησε όμως ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Συνεργάστηκε με ραδιόφωνικούς σταθμούς, παρουσιάζοντας τακτικές λογοτεχνικές,… …   Dictionary of Greek

  • altan — altán ( ne), s.n. – Terasă, foişor, mirador. ngr. ἀλτάνα, din it. altana (Meyer, Neugr. St., IV, 8), cf tc. altincik (Şeineanu, II, 18). Cuvînt rar, lipseşte din majoritatea dicţionarelor (apare la Eminescu). Din acelaşi cuvînt tc., altîngic, s.m …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”