αλτάνα — η (λ. ιταλ.), το κοντά σε τοίχο ανθοφυτεμένο χώρισμα αυλής ή κήπου: Στην αυλή μας είχαμε μιαν αλτάνα με αρκετά λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλτανεύω — [αλτάνα] φυτεύω λουλούδια σε αλτάνα … Dictionary of Greek
αλτανιάζω — [αλτάνα] αλτανεύω* … Dictionary of Greek
αλιτάνα — η η αλτάνα* … Dictionary of Greek
ανθοστοιχία — η σειρά, μπορντούρα ανθοφόρων φυτών ή θάμνων που περιβάλλει τις πρασιές των κήπων, παρτέρι, αλτάνα … Dictionary of Greek
ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα … Dictionary of Greek
Ασημακόπουλος, Κώστας — (Μυτιλήνη 1936 –). Σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, σταδιοδρόμησε όμως ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Συνεργάστηκε με ραδιόφωνικούς σταθμούς, παρουσιάζοντας τακτικές λογοτεχνικές,… … Dictionary of Greek
altan — altán ( ne), s.n. – Terasă, foişor, mirador. ngr. ἀλτάνα, din it. altana (Meyer, Neugr. St., IV, 8), cf tc. altincik (Şeineanu, II, 18). Cuvînt rar, lipseşte din majoritatea dicţionarelor (apare la Eminescu). Din acelaşi cuvînt tc., altîngic, s.m … Dicționar Român